χιναγιάνα

χιναγιάνα
(κατά λέξη: μικρό όχημα). Το πρώτο από τα βουδιστικά ρεύματα που ιδρύθηκαν μετά τον θάνατο του διδασκάλου: γιάνα στη σανσκριτική σημαίνει όχημα και αυτό είναι το μέσον χάρη στο οποίο ο βουδιστής μπορεί να περάσει τον ποταμό της ζωής και της μετεμψύχωσης. Η χ. τονίζει ιδιαίτερα την ιστορική πραγματικότητα της μορφής του Βούδα και αφού παραδέχεται τις θείες και θαυματουργές πλευρές του επιμένει όχι τόσο στις μαγικές εκδηλώσεις της θρησκείας, όπως έγινε σε μερικά μεταγενέστερα ρεύματα, π.χ. τον ταντρισμό, αλλά μάλλον στον ηθικό χαρακτήρα της βουδιστικής διδασκαλίας, που σκοπό έχει να απαλλάξει τον άνθρωπο από τη θλίψη της φυσικής του κατάστασης με την απελευθέρωσή του από τον κύκλο των αναγεννήσεων. Όλα είναι οδύνη και, καθώς είναι γνωστό ότι αυτή προέρχεται από την επιθυμία, ο άνθρωπος κατορθώνει διαμέσου του δάρμα (ηθικού κανόνα) να απαλλαγεί από όλες τις μορφές που προσιδιάζουν στον αισθητό κόσμο και να γνωρίσει τον δρόμο που τον οδηγεί στη νιρβάνα. Η χ., που δημιούργησε τεράστια φιλολογία, συστηματοποιήθηκε στον Παλικό κανόνα (Πάλι), που ονομάζεται και Τριπιτάχα ή Τρία Κάνιστρα· στο τρίτο τμήμα του κανόνα περιλαμβάνεται το Αβιδάρμα, ένα από τα πλέον εκτεταμένα έργα της παγκόσμιας φιλοσοφίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λαός — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται… …   Dictionary of Greek

  • Σρι Λάνκα — Νησί της Νότιας Ασίας στα Ν της Ινδίας.H Σρι Λάνκα διαιρείται σε 25 επαρχίες: Kολόμπο, Kαμπάχα, Kαρουνγκέλα, Kάντι, Γκάλε, Kαλουτάρα, Pατναπούρα, Tζάφνα, Mατάρα, Kιγκαλί, Aνουρανταπούρα, Mπα(ν)τούλα, Πουτάλαμ, Nουβάρα Eλίγια, Xαμπαντότα, Aμπαράι …   Dictionary of Greek

  • βουδισμός — Φιλοσοφικό και θρησκευτικό σύστημα που δημιουργήθηκε από τον Βούδα (βλ. λ.) τον 6o αι. π.Χ. στην Ινδία. Είναι το πιο αξιοσημείωτο παράδειγμα άθεης θρησκείας, μια και δεν έχει για κέντρο του τη λατρεία θεότητας, αλλά διατυπώνει διδασκαλία για τη… …   Dictionary of Greek

  • Αβιδάρμα — Κείμενα της βουδιστικής φιλοσοφίας. Περιέχονται στο τρίτο τμήμα του Παλικού Κανόνα, συστηματικής έκθεσης της Χιναγιάνα …   Dictionary of Greek

  • Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει …   Dictionary of Greek

  • Μαχαγιάνα — (Mahayana). Ένας από τους δύο σημαντικότερους κλάδους του βουδισμού (Mahayana στα σανσκριτικά σημαίνει Μεγάλο όχημα). Σύμφωνα με την παράδοση, εμφανίστηκε τον 4o αι. π.Χ. προς ανάπτυξη και διεύρυνση των εννοιών και δοξασιών του άλλου βουδιστικού… …   Dictionary of Greek

  • Μυανμάρ — Κράτος της νοτιανατολικής Ασίας. Συνορεύει Β και ΒΑ με την Κίνα, Α με το Λάος και την Ταϊλάνδη και Δ με το Μπανγκλαντές και την Ινδία. Βρέχεται Ν από τη Θάλασσα Ανταμάν και ΝΔ από τον Kόλπο της Βεγγάλης.Aπό εδαφική άποψη, η Μ. ή Bιρμανία… …   Dictionary of Greek

  • ντάρμα — Όρος με πλήθος σημασιών στην ινδική σκέψη και ηθική: νόμος, έθιμο, δίκαιο, καθήκον, αρετή, θρησκευτικός και τελετουργικός κανόνας, θείος και αιώνιος νόμος (ετυμολογείται από τη σανσκριτική ρίζα dhri = φέρω, τηρώ). Οι αρχές του βρίσκονται στην… …   Dictionary of Greek

  • Ταϊλάνδη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Ανατολικά συνορεύει με το Λάος και την Καμπότζη και νότια με τη Μαλαισία. H Tαϊλάνδη (πρώην Σιάμ) εκτείνεται στη μεγάλη επίπεδη ζώνη που σχηματίζεται στην καρδιά της χερσονήσου της Iνδοκίνας, βλέπει προς τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”